- νυγματώδης
- νυγματώδης, -ῶδες (Α) [νύγμα]1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.)2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»).επίρρ...νυγματωδῶς (Α)με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα.
Dictionary of Greek. 2013.